Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θηρευτικός η θηρευτική το θηρευτικό
      γενική του θηρευτικού της θηρευτικής του θηρευτικού
    αιτιατική τον θηρευτικό τη θηρευτική το θηρευτικό
     κλητική θηρευτικέ θηρευτική θηρευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θηρευτικοί οι θηρευτικές τα θηρευτικά
      γενική των θηρευτικών των θηρευτικών των θηρευτικών
    αιτιατική τους θηρευτικούς τις θηρευτικές τα θηρευτικά
     κλητική θηρευτικοί θηρευτικές θηρευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηρευτικός < θηρευτής

  Επίθετο επεξεργασία

θηρευτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία