θηρευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θηρευτής | οι | θηρευτές |
γενική | του | θηρευτή | των | θηρευτών |
αιτιατική | τον | θηρευτή | τους | θηρευτές |
κλητική | θηρευτή | θηρευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θηρευτής < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθηρευτής αρσενικό
- (επάγγελμα) κυνηγός
- (μεταφορικά) αυτός που επιδιώκει να βρει κάτι
- θηρευτής του ανέφικτου