chasseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chasseur | chasseurs |
θηλυκό | chasseresse | chasseresses |
chasseur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chasseur | chasseurs |
θηλυκό | chasseresse | chasseresses |
chasseur (fr)