prédateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pʁe.da.tœʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prédateur | prédateurs |
θηλυκό | prédatrice | prédatrices |
prédateur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prédateur | prédateurs |
θηλυκό | prédatrice | prédatrices |
prédateur (fr) αρσενικό