θηρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θηρεύω < αρχαία ελληνική < θήρ + -εύω
Ρήμα
επεξεργασίαθηρεύω
- κυνηγώ
- επιδιώκω να βρω κάτι
- θηρεύω θάνατον, κ’ εν τω θανάτω / ζωήν ευρίσκω (Κ.Π. Καβάφης, Πεζά, O Σακεσπήρος περί της ζωής)
θηρεύω