Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θηρεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θηρεύω
<
αρχαία ελληνική
<
θήρ
+
-εύω
Ρήμα
επεξεργασία
θηρεύω
κυνηγώ
επιδιώκω
να βρω κάτι
θηρεύω
θάνατον, κ’ εν τω θανάτω / ζωήν ευρίσκω
(Κ.Π. Καβάφης, Πεζά, O Σακεσπήρος περί της ζωής)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θηρεύω
αγγλικά
:
predate
(en)