θήρ
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θήρ < ίσως από προελληνική ρίζα, συγγενές πιθανόν με το λατινικό fera
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θήρ αρσενικό (αιολικός τύπος φήρ και θεσσαλικός φείρ)
- άγριο ζώο και ειδικότερα σαρκοβόρο, συνήθως εννοείτο το λεοντάρι, όπως της Νεμέας αλλά και ο Ερυμάνθιος κάπρος και ο Κέρβερος
Επεξεργασία
- θηρίον
- θήρα
- θηριόομαι-θηριοῦμαι (γίνομαι θηρίο, εξαγριώνομαι και παθητ. με εξαγριώνουν), και το μεταγενέστερο θηριόω-θηριώ (εξαγριώνω)
- θηρίωσις (η εξαγρίωση, μεταγενέστερο)
- θηρίωμα (ελληνιστική λέξη: κακόηθες έλκος και θηριῶδες ως ουσιαστικό στον Γαληνό)