Ετυμολογία

επεξεργασία
θήρ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰwer-. Συγγενές με το λατινικό fera.

Ουσιαστικό

επεξεργασία