Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θήρ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰwer-. Συγγενές με το λατινικό fera.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θήρ αρσενικό (αιολικός τύποςφήρ και θεσσαλικός φείρ)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία