Δείτε επίσης: κέρβερος
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κέρβερος
      γενική του Κέρβερου
    αιτιατική τον Κέρβερο
     κλητική Κέρβερε
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κέρβερος < αρχαία ελληνική Κέρβερος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈceɾ.ve.ɾos/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κέρβερος αρσενικό, συνήθως αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο άγριος σκύλος με τρία κεφάλια και ουρά δράκου, που φύλαγε τον Άδη
  2. (μετωνυμία) κέρβερος
    ※  Τον καλό μας τον Κέρβερο ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι δεν τον φτάνουν κάτι άλλοι Κέρβεροι, σύγχρονοι, κοστουμάτοι και αξιωματούχοι που ενώ δουλειά τους είναι η προστασία της κοινωνίας, καταλήγουν να φυλάνε τα ίδια τέρατα από τα οποία κινδυνεύουμε (Κέρβεροι που προστατεύουν τέρατα, arcadiaportal.gr, 2/12/2024 [1])
  3. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Κέρβερου)

Μεταγραφές για το επώνυμο

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία