↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκύλος οι σκύλοι
      γενική του σκύλου των σκύλων
    αιτιατική τον σκύλο τους σκύλους
     κλητική σκύλε σκύλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας σκύλος.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκύλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκύλος < αρχαία ελληνική σκύλαξ (κουτάβι)[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsci.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκύ‐λος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκύλος αρσενικό (θηλυκό σκύλα)

  1. (θηλαστικό ζώο) σαρκοβόρο κατοικίδιο θηλαστικό που ομοιάζει με το λύκο.
    ⮡  Το θηλυκό του σκύλου ονομάζεται σκύλα και το μικρό του σκυλάκι ή κουτάβι.
    ⮡  ο σκύλος γαβγίζει
  2. (ναυτική αργκό) το σκυλόψαρο ή καρχαρίας
  3. (μεταφορικά) κακός άνθρωπος, σκληρόκαρδος
  4. (μεταφορικά) σκληροτράχηλος άνθρωπος που δείχνει μεγάλη αντοχή σε ταλαιπωρίες

Εκφράσεις

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Υποκοριστικά

επεξεργασία

Μεγεθυντικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

σκυλο-

-σκυλο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ να μπουν σε αλφαβητική σειρά [[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:μετάφραση με άγνωστο κωδικό twi)]]

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σκύλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 




→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκύλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκύλος [] αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία