Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκυλοβρίζω < σκύλος + βρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

σκυλοβρίζω

  • βρίζω κάποιον όπως το σκυλί

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία