Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

pas (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pas (bs)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
pas pas

pas (fr) αρσενικό

  1. το βήμα
  2. (μεταφορικά) το βήμα, το στάδιο
  3. το χνάρι
  4. το βάδισμα
  5. το πέρασμα
  6. το πάτημα

  Επίρρημα

επεξεργασία

pas (fr)

  • αρνητικό επίρρημα, χρησιμοποιείται σαν δεύτερο μέρος μιας άρνησης



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pas (hr) αρσενικό



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pas/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pas (pl) αρσενικό

  1. η ζώνη
  2. (μεταφορικά) η περιοχή του σώματος γύρω από την οποία μπαίνει η ζώνη, η μέση
    woda sięga nam po pas - το νερό φτάνει μέχρι τη μέση μας
  3. η λωρίδα
    • σε οδόστρωμα
      nie należy często zmieniać pasów podczas jazdy - δεν πρέπει να αλλάζουμε συχνά λωρίδες στη διάρκεια της οδήγησης
    • σε μηχανή, ο ιμάντας
    • γενικά μία μακρόστενη περιοχή
  4. η διαγραμμισμένη περιοχή για το πέρασμα των πεζών, η διάβαση
  5. (χαρτοπαίγνιο) το πάσο

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • brać nogi za pas - βάζω τα πόδια στον ώμο (κατά λέξη: παίρνω τα πόδια στη ζώνη-μέση)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pas (ro) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pas (sr)

  • λατινική γραφή του пас