pas
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
Βοσνιακά (bs)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΚροατικά (hr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
pas (pl) αρσενικό
- η ζώνη
- (μεταφορικά) η περιοχή του σώματος γύρω από την οποία μπαίνει η ζώνη, η μέση
woda sięga nam po pas - το νερό φτάνει μέχρι τη μέση μας
- η λωρίδα
- σε οδόστρωμα
nie należy często zmieniać pasów podczas jazdy - δεν πρέπει να αλλάζουμε συχνά λωρίδες στη διάρκεια της οδήγησης
- σε μηχανή, ο ιμάντας
- γενικά μία μακρόστενη περιοχή
- σε οδόστρωμα
- η διαγραμμισμένη περιοχή για το πέρασμα των πεζών, η διάβαση
- (χαρτοπαίγνιο) το πάσο
Εκφράσεις
επεξεργασία- brać nogi za pas - βάζω τα πόδια στον ώμο (κατά λέξη: παίρνω τα πόδια στη ζώνη-μέση)