πάσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πάσο | τα | πάσα |
γενική | του | πάσου | των | πάσων |
αιτιατική | το | πάσο | τα | πάσα |
κλητική | πάσο | πάσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική passo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάσο ουδέτερο
- χαμηλό χώρισμα ανάμεσα σε δύο εσωτερικούς χώρους, που παρέχει τη δυνατότητα να μεταφέρονται αντικείμενα πάνω από αυτό και συνήθως τέτοιας κατασκευής που να μπορούν να τοποθετούνται επάνω του αντικείμενα
- το έντυπο που δίνει τη δυνατότητα στον κάτοχο να μετακινείται ελεύθερα ή χωρίς πληρωμή
- το βήμα, ο βηματισμός
- το περπάτημα
- η απόσταση ανάμεσα σε δύο συνεχόμενες σπείρες σε βίδα, ντίζα κλπ
Εκφράσεις
επεξεργασία- με το πάσο μου: με τον δικό μου αργό ρυθμό
- ενώ έβλεπε το αυτοκίνητο που ερχότανε αυτός πήγαινε, στη μέση του δρόμου, με το πάσο του
- εμείς είχαμε γίνει μουσκίδι από τη βροχή κι αυτοί έστηναν τη σκηνή με το πάσο τους
- πάω πάσο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάσο
|