Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

πάω πάσο < → δείτε τις λέξεις πάω και πάσο

  Έκφραση επεξεργασία

πάω πάσο

  1. (χαρτοπαιξία) δεν χρησιμοποιώ τη σειρά μου για να ποντάρω ή να κάνω άλλη ενέργεια η οποία μου δίνεται όταν έρθει η σειρά μου να παίξω
  2. (κατ’ επέκταση) αποδέχομαι κάτι χωρίς να φέρνω αντίρρηση
    αν έχεις εσύ λεφτά να πληρώσεις τις ζημιές που μπορεί να γίνουν τότε εγώ πάω πάσο

  Μεταφράσεις επεξεργασία