πάω πάσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαπάω πάσο
- (χαρτοπαιξία) δεν χρησιμοποιώ τη σειρά μου για να ποντάρω ή να κάνω άλλη ενέργεια η οποία μου δίνεται όταν έρθει η σειρά μου να παίξω
- (κατ’ επέκταση) αποδέχομαι κάτι χωρίς να φέρνω αντίρρηση
- αν έχεις εσύ λεφτά να πληρώσεις τις ζημιές που μπορεί να γίνουν τότε εγώ πάω πάσο