πάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάω < μεσαιωνική ελληνική πάγω < αρχαία ελληνική ὑπάγω
Ρήμα
επεξεργασίαπάω
Εκφράσεις
επεξεργασία- (δεν) πάω τον/την: (δεν) μου αρέσει ο/η, (δεν) συμπαθώ τον/την
- δεν τον πάω καθόλου το Γιώργο
- πάω παρακάτω: προχωράω στο επόμενο θέμα - προτιμάται κυρίως όταν εννοείται αναφορά σε επόμενο εδάφιο γραπτού λόγου (αντί του πάω παραπέρα)
- πάω παραπέρα: όπως το πάω παρακάτω
- πάω πάσο
Σημειώσεις
επεξεργασία- η ελλειπτική μορφή πα' χρησιμοποιείται, κυρίως προφορικά, για οποιαδήποτε μορφή του πάω (πας, πάει, πάμε, πάτε, πάνε)
- λέω να πα' να φάω κάνα σουβλάκι
- η μορφή πάω είναι ταυτόσημη με το πηγαίνω μόνο στον ενεστώτα (στους υπόλοιπους χρόνους το πάω χρησιμοποιείται για στιγμιαία κίνηση σε αντίθεση με τις μορφές που περιέχουν το "παγ-" ή το "πηγ-" οι οποίες χρησιμοποιούνται για εξακολουθητική κίνηση)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάω
|