αρέσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρέσω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρέσω < αρχαία ελληνική ἀρέσκω. Συγκρίνετε με το αρέσκω & αρέζω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɾe.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρέ‐σω
Ρήμα
επεξεργασίααρέσω, πρτ.: άρεσα, αόρ.: άρεσα (χωρίς παθητική φωνή) {{ετ|
- είμαι ευχάριστος
- είμαι συμπαθητικός
- ↪ Τους άρεσε πολύ η εκδρομή που κάνατε.
- (στο τρίτο πρόσωπο) (αρέσει, άρεσε)
- ↪ Το γλυκό «υποβρύχιο» μου αρέσει πάρα πολύ.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αρέζω (ιδιωματικό)
- αρέσκω (σπάνια ενεργητικό) - αρέσκομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρέσω
Πηγές
επεξεργασία- αρέσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρέσω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αρέσω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας