Δείτε επίσης: ἀρέσω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρέσω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρέσω < αρχαία ελληνική ἀρέσκω. Συγκρίνετε με το αρέσκω & αρέζω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈɾe.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρέ‐σω

αρέσω, πρτ.: άρεσα, αόρ.: άρεσα (χωρίς παθητική φωνή) {{ετ|

  1. είμαι ευχάριστος
  2. είμαι συμπαθητικός
    ⮡  Τους άρεσε πολύ η εκδρομή που κάνατε.
  3. (στο τρίτο πρόσωπο) (αρέσει, άρεσε)
    ⮡  Το γλυκό «υποβρύχιο» μου αρέσει πάρα πολύ.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία