ενεστώτας please
γ΄ ενικό ενεστώτα pleases
αόριστος pleased
παθητική μετοχή pleased
ενεργητική μετοχή pleasing

please (en)

  1. ευχαριστώ κάποιον, τον κάνω να νιώσει όμορφα, τον ικανοποιώ
  2. επιθυμώ

  Επιφώνημα

επεξεργασία

please (en)

  1. σε (ή σας) παρακαλώ!