παρακαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαρακαλώ (παθητική φωνή: παρακαλιέμαι / παρακαλούμαι)
- ζητώ με σεβασμό
- αν θέλεις να σε εξυπηρετήσει, θα πρέπει να τον παρακαλέσεις
- σας παρακαλώ (να μην επιμένετε), με φέρνετε σε δύσκολη θέση (συνήθως τονίζεται ιδιαίτερα η πρώτη ή η δεύτερη λέξη)
Συγγενικά
επεξεργασία- παρακαλεσμένος
- παρακαλεστής
- παρακαλεστικά
- παρακαλεστικός
- παρακαλεστός και παρακαλετός
- παρακαλετό
- παρακάλι και παρακάλιο
- παράκληση
- παρακλητικός
- Παράκλητος
- → δείτε τις λέξεις παρά και καλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρακαλάω - παρακαλώ | παρακαλούσα - παρακάλαγα | θα παρακαλάω - παρακαλώ | να παρακαλάω - παρακαλώ | παρακαλώντας | |
β' ενικ. | παρακαλάς - παρακαλείς | παρακαλούσες - παρακάλαγες | θα παρακαλάς - παρακαλείς | να παρακαλάς - παρακαλείς | παρακάλα - παρακάλαγε | |
γ' ενικ. | παρακαλάει - παρακαλά - παρακαλεί | παρακαλούσε - παρακάλαγε | θα παρακαλάει - παρακαλά - παρακαλεί | να παρακαλάει - παρακαλά - παρακαλεί | ||
α' πληθ. | παρακαλάμε - παρακαλούμε | παρακαλούσαμε - παρακαλάγαμε | θα παρακαλάμε - παρακαλούμε | να παρακαλάμε - παρακαλούμε | ||
β' πληθ. | παρακαλάτε - παρακαλείτε | παρακαλούσατε - παρακαλάγατε | θα παρακαλάτε - παρακαλείτε | να παρακαλάτε - παρακαλείτε | παρακαλάτε - παρακαλείτε | |
γ' πληθ. | παρακαλάν(ε) - παρακαλούν(ε) | παρακαλούσαν(ε) - παρακάλαγαν - παρακαλάγανε | θα παρακαλάν(ε) - παρακαλούν(ε) | να παρακαλάν(ε) - παρακαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρακάλεσα | θα παρακαλέσω | να παρακαλέσω | παρακαλέσει | ||
β' ενικ. | παρακάλεσες | θα παρακαλέσεις | να παρακαλέσεις | παρακάλα - παρακάλεσε | ||
γ' ενικ. | παρακάλεσε | θα παρακαλέσει | να παρακαλέσει | |||
α' πληθ. | παρακαλέσαμε | θα παρακαλέσουμε | να παρακαλέσουμε | |||
β' πληθ. | παρακαλέσατε | θα παρακαλέσετε | να παρακαλέσετε | παρακαλέστε | ||
γ' πληθ. | παρακάλεσαν παρακαλέσαν(ε) |
θα παρακαλέσουν(ε) | να παρακαλέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρακαλέσει | είχα παρακαλέσει | θα έχω παρακαλέσει | να έχω παρακαλέσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρακαλέσει | είχες παρακαλέσει | θα έχεις παρακαλέσει | να έχεις παρακαλέσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρακαλέσει | είχε παρακαλέσει | θα έχει παρακαλέσει | να έχει παρακαλέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρακαλέσει | είχαμε παρακαλέσει | θα έχουμε παρακαλέσει | να έχουμε παρακαλέσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρακαλέσει | είχατε παρακαλέσει | θα έχετε παρακαλέσει | να έχετε παρακαλέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρακαλέσει | είχαν παρακαλέσει | θα έχουν παρακαλέσει | να έχουν παρακαλέσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρακαλούμαι | παρακαλούμουν | θα παρακαλούμαι | να παρακαλούμαι | παρακαλούμενος | |
β' ενικ. | παρακαλείσαι | παρακαλούσουν | θα παρακαλείσαι | να παρακαλείσαι | ||
γ' ενικ. | παρακαλείται | παρακαλούνταν | θα παρακαλείται | να παρακαλείται | ||
α' πληθ. | παρακαλούμαστε | παρακαλούμασταν παρακαλούμαστε |
θα παρακαλούμαστε | να παρακαλούμαστε | ||
β' πληθ. | παρακαλείστε | παρακαλούσασταν παρακαλούσαστε |
θα παρακαλείστε | να παρακαλείστε | παρακαλείστε | |
γ' πληθ. | παρακαλούνται | παρακαλούνταν | θα παρακαλούνται | να παρακαλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρακλήθηκα | θα παρακληθώ | να παρακληθώ | παρακληθεί | ||
β' ενικ. | παρακλήθηκες | θα παρακληθείς | να παρακληθείς | |||
γ' ενικ. | παρακλήθηκε | θα παρακληθεί | να παρακληθεί | |||
α' πληθ. | παρακληθήκαμε | θα παρακληθούμε | να παρακληθούμε | |||
β' πληθ. | παρακληθήκατε | θα παρακληθείτε | να παρακληθείτε | παρακληθείτε | ||
γ' πληθ. | παρακλήθηκαν παρακληθήκαν(ε) |
θα παρακληθούν(ε) | να παρακληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρακληθεί | είχα παρακληθεί | θα έχω παρακληθεί | να έχω παρακληθεί | ||
β' ενικ. | έχεις παρακληθεί | είχες παρακληθεί | θα έχεις παρακληθεί | να έχεις παρακληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρακληθεί | είχε παρακληθεί | θα έχει παρακληθεί | να έχει παρακληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρακληθεί | είχαμε παρακληθεί | θα έχουμε παρακληθεί | να έχουμε παρακληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρακληθεί | είχατε παρακληθεί | θα έχετε παρακληθεί | να έχετε παρακληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρακληθεί | είχαν παρακληθεί | θα έχουν παρακληθεί | να έχουν παρακληθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαπαρακαλώ
- χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να ρωτήσουμε για κάτι ευγενικά
- παρακαλώ, τι ώρα φτάνει το τρένο;
- χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να ζητήσουμε κάτι ευγενικά
- παρακαλώ, μπορείτε να με βοηθήσετε;
- χρησιμοποιείται σαν ευγενική απάντηση σε κάποιον που λέει « ευχαριστώ »
- Ευχαριστώ! - Παρακαλώ!
- (συχνά με ερωτηματικό τόνο) χρησιμοποιείται όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο, αντί του εμπρός ή του ναι
- (με ερωτηματικό τόνο) αντί του "πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;"
- (ειρωνικά) για να δηλώσει έκπληξη ή και αγανάκτηση
- Και μετά από όλα αυτά τι μου είπε, παρακαλώ; Ότι μου έκανε και πολύ μεγάλη εξυπηρέτηση! Ακούς, ο αχρείος...
Μεταφράσεις
επεξεργασία σε ευγενική παράκληση
απάντηση στο "ευχαριστώ"
|
για να δηλώσει έκπληξη ή αγανάκτηση