παρακαλεστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαρακαλεστικός, -ή, -ό
- (προφορικό) άλλη μορφή του παρακλητικός
- ※ Μόνο πια στο γυρισμό ερχότανε μαζί μας και μας κοίταζε με μια ματιά παρακαλεστική, σα να ζητούσε να μην το μαρτυρήσομε... (Κοσμάς Πολίτης Η κορομηλιά [διήγημα])
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παρακαλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρακαλεστικός
|