παρακλητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρακλητικός < ελληνιστική κοινή παρακλητικός (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική παρακλητικός < παρακαλέω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.kli.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κλη‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
παρακλητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την παράκληση ή αναφέρεται σ’ αυτή, που δηλώνει ή εκφράζει παράκληση ή ικεσία
- (εκκλησιαστικός όρος) Παρακλητικός (κανόνας): εκκλησιαστική ακολουθία με ικετευτικό και αιτητικό περιεχόμενο που απευθύνεται στη Θεοτόκο ή αγίους
- άλλες μορφές: Παράκληση
- (εκκλησιαστικός όρος) Παρακλητική: εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο που περιέχει ύμνους, κανόνες κ.λπ. για κάθε ημέρα της εβδομάδας στους οκτώ ήχους της εκκλησιαστικής μουσικής
Συγγενικά επεξεργασία
- παρακλητικά
- Παρακλητική
- → δείτε τη λέξη παρακαλώ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παρακλητικός
Πηγές επεξεργασία
- παρακλητικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρακλητικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.