Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακλητικός η παρακλητική το παρακλητικό
      γενική του παρακλητικού της παρακλητικής του παρακλητικού
    αιτιατική τον παρακλητικό την παρακλητική το παρακλητικό
     κλητική παρακλητικέ παρακλητική παρακλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακλητικοί οι παρακλητικές τα παρακλητικά
      γενική των παρακλητικών των παρακλητικών των παρακλητικών
    αιτιατική τους παρακλητικούς τις παρακλητικές τα παρακλητικά
     κλητική παρακλητικοί παρακλητικές παρακλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακλητικός < ελληνιστική κοινή παρακλητικός (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική παρακλητικός < παρακαλέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.kli.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐κλη‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

παρακλητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την παράκληση ή αναφέρεται σ’ αυτή, που δηλώνει ή εκφράζει παράκληση ή ικεσία
  2. (εκκλησιαστικός όρος) Παρακλητικός (κανόνας): εκκλησιαστική ακολουθία με ικετευτικό και αιτητικό περιεχόμενο που απευθύνεται στη Θεοτόκο ή αγίους
    άλλες μορφές: Παράκληση
  3. (εκκλησιαστικός όρος) Παρακλητική: εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο που περιέχει ύμνους, κανόνες κ.λπ. για κάθε ημέρα της εβδομάδας στους οκτώ ήχους της εκκλησιαστικής μουσικής
     συνώνυμα: Οκτώηχος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παρακλητικός παρακλητική τὸ παρακλητικόν
      γενική τοῦ παρακλητικοῦ τῆς παρακλητικῆς τοῦ παρακλητικοῦ
      δοτική τῷ παρακλητικ τῇ παρακλητικ τῷ παρακλητικ
    αιτιατική τὸν παρακλητικόν τὴν παρακλητικήν τὸ παρακλητικόν
     κλητική ! παρακλητικέ παρακλητική παρακλητικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παρακλητικοί αἱ παρακλητικαί τὰ παρακλητικᾰ́
      γενική τῶν παρακλητικῶν τῶν παρακλητικῶν τῶν παρακλητικῶν
      δοτική τοῖς παρακλητικοῖς ταῖς παρακλητικαῖς τοῖς παρακλητικοῖς
    αιτιατική τοὺς παρακλητικούς τὰς παρακλητικᾱ́ς τὰ παρακλητικᾰ́
     κλητική ! παρακλητικοί παρακλητικαί παρακλητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παρακλητικώ τὼ παρακλητικᾱ́ τὼ παρακλητικώ
      γεν-δοτ τοῖν παρακλητικοῖν τοῖν παρακλητικαῖν τοῖν παρακλητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακλητικός < παρακαλέω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

παρακλητικός

  Πηγές επεξεργασία