Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιτητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αιτητικ
ός
η
αιτητικ
ή
το
αιτητικ
ό
γενική
του
αιτητικ
ού
της
αιτητικ
ής
του
αιτητικ
ού
αιτιατική
τον
αιτητικ
ό
την
αιτητικ
ή
το
αιτητικ
ό
κλητική
αιτητικ
έ
αιτητικ
ή
αιτητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αιτητικ
οί
οι
αιτητικ
ές
τα
αιτητικ
ά
γενική
των
αιτητικ
ών
των
αιτητικ
ών
των
αιτητικ
ών
αιτιατική
τους
αιτητικ
ούς
τις
αιτητικ
ές
τα
αιτητικ
ά
κλητική
αιτητικ
οί
αιτητικ
ές
αιτητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιτητικός
<
αιτούμαι
Επίθετο
επεξεργασία
αιτητικός, -ή, -ό
ο σχετικός με το
αίτημα
ή την
απαίτηση
διαδίκων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιτητικός