διάδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάδικος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάδικος (αντίδικος)[1] < διά- + δίκ(η) + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði̯a.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐δι‐κος
- παρώνυμο: δυαδικός
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διάδικος | η | διάδικη & διάδικος |
το | διάδικο |
γενική | του | διάδικου & διαδίκου |
της | διάδικης & διαδίκου |
του | διάδικου & διαδίκου |
αιτιατική | τον | διάδικο | τη | διάδικη & διάδικο |
το | διάδικο |
κλητική | διάδικε | διάδικη & διάδικε |
διάδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διάδικοι | οι | διάδικες & διάδικοι |
τα | διάδικα |
γενική | των | διάδικων & διαδίκων |
των | διάδικων & διαδίκων |
των | διάδικων & διαδίκων |
αιτιατική | τους | διάδικους & διαδίκους |
τις | διάδικες & διαδίκους |
τα | διάδικα |
κλητική | διάδικοι | διάδικες & διάδικοι |
διάδικα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα. Δείτε #σημειώσεις για τη μετακίνηση του τόνου. | ||||||
Κατηγορία όπως «διάδικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
διάδικος, -η/ος, -ο
- (νομικός όρος) που παίρνει μέρος σε δίκη
- ⮡ τα διάδικα μέρη είναι ο ενάγων, ο εναγόμενος
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | διάδικος | οι | διάδικοι |
γενική | του/της του |
διαδίκου διάδικου |
των | διαδίκων |
αιτιατική | τον/τη | διάδικο | τους/τις τους |
διαδίκους διάδικους |
κλητική | διάδικε | διάδικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
διάδικος αρσενικό ή θηλυκό
- οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος σε μια δίκη, εκτός των δικαστών
- αυτός που διεξάγει δικαστικό αγώνα, ο κατήγορος ή ο κατηγορούμενος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία διάδικος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διάδικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διάδικος | οἱ | διάδικοι |
γενική | τοῦ | διαδίκου | τῶν | διαδίκων |
δοτική | τῷ | διαδίκῳ | τοῖς | διαδίκοις |
αιτιατική | τὸν | διάδικον | τοὺς | διαδίκους |
κλητική ὦ! | διάδικε | διάδικοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαδίκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαδίκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάδικος < διά- + αρχαία ελληνική δίκ(η) + -ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάδικος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή , νομικός όρος) o αντίδικος, ο κατήγορος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δίκη
Πηγές
επεξεργασία- διάδικος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.