πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατήγορος οι κατήγοροι
      γενική του κατήγορου
& κατηγόρου
των κατήγορων
& κατηγόρων
    αιτιατική τον κατήγορο τους κατήγορους
& κατηγόρους
     κλητική κατήγορε κατήγοροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατήγορος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που κατηγορεί κάποιον
  2. (νομικός όρος) που απευθύνει (επίσημα, σε δικανικά πλαίσια) κατηγορίες εναντίον κάποιου

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία