κατηγορούμενο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατηγορούμενο < αρχαία ελληνική κατηγορούμενον, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κατηγοροῦμαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ti.ɣoˈɾu.me.no/
Κλιτικός τύπος μετοχήςΕπεξεργασία
κατηγορούμενο
- κατηγορούμενοος, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του κατηγορούμενος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατηγορούμενο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) (συντακτικό) ο όρος της πρότασης που αποδίδει μια ιδιότητα στο υποκείμενο ή το αντικείμενο διά του ρήματος
- Ο Γιώργος είναι πονηρός - Το κατηγορούμενο του υποκειμένου είναι το επίθετο πονηρός
- Ο Νίκος έγινε καπνός - Το κατηγορούμενο του υποκειμένου είναι το ουσιαστικό καπνός
- Το δικαστήριο κήρυξε την απεργία παράνομη - Το κατηγορούμενο του αντικειμένου είναι το επίθετο παράνομη
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατηγορούμενο