atributo
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
atributo (pt) <
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
atributo | atributos |
Ουσιαστικό επεξεργασία
atributo (pt) αρσενικό
- η ιδιότητα, ο χαρακτηρισμός, ο προσδιορισμός
atributo (pt) <
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
atributo | atributos |
atributo (pt) αρσενικό