Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατηγοριάρης η κατηγοριάρα το κατηγοριάρικο
      γενική του κατηγοριάρη της κατηγοριάρας του κατηγοριάρικου
    αιτιατική τον κατηγοριάρη την κατηγοριάρα το κατηγοριάρικο
     κλητική κατηγοριάρη κατηγοριάρα κατηγοριάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατηγοριάρηδες οι κατηγοριάρες τα κατηγοριάρικα
      γενική των κατηγοριάρηδων των κατηγοριάρικων
    αιτιατική τους κατηγοριάρηδες τις κατηγοριάρες τα κατηγοριάρικα
     κλητική κατηγοριάρηδες κατηγοριάρες κατηγοριάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατηγοριάρης < κατηγόρια + -άρης

  Επίθετο επεξεργασία

κατηγοριάρης[1]

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία