πλαίσια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈple.si.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλαί‐σι‐α
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
πλαίσια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλαίσιον