κατηγόρηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατηγόρηση < ελληνιστική κοινή κατηγόρησις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατηγόρηση θηλυκό
- (γραμματική) (γλωσσολογία) η απόδοση κατηγορουμένου σε υποκείμενο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατηγόρηση