συγκατηγορούμενη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκατηγορούμενη < συγκατηγορούμενος + -η
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκατηγορούμενη θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκατηγορούμενη
|
συγκατηγορούμενη θηλυκό
|