αγορεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγορεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγορεύω < ἀγορά
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣoˈɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γο‐ρεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασία
αγορεύω, αόρ.: αγόρευσα (χωρίς παθητική φωνή)
- διατυπώνω άποψη δημοσίως επι μακρόν, εκθέτω αναλυτικά τις θέσεις μου συνήθως σε κοινό, διακηρύσσω, δημηγορώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγορεύω | αγόρευα | θα αγορεύω | να αγορεύω | αγορεύοντας | |
β' ενικ. | αγορεύεις | αγόρευες | θα αγορεύεις | να αγορεύεις | αγόρευε | |
γ' ενικ. | αγορεύει | αγόρευε | θα αγορεύει | να αγορεύει | ||
α' πληθ. | αγορεύουμε | αγορεύαμε | θα αγορεύουμε | να αγορεύουμε | ||
β' πληθ. | αγορεύετε | αγορεύατε | θα αγορεύετε | να αγορεύετε | αγορεύετε | |
γ' πληθ. | αγορεύουν(ε) | αγόρευαν αγορεύαν(ε) |
θα αγορεύουν(ε) | να αγορεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγόρευσα | θα αγορεύσω | να αγορεύσω | αγορεύσει | ||
β' ενικ. | αγόρευσες | θα αγορεύσεις | να αγορεύσεις | αγόρευσε | ||
γ' ενικ. | αγόρευσε | θα αγορεύσει | να αγορεύσει | |||
α' πληθ. | αγορεύσαμε | θα αγορεύσουμε | να αγορεύσουμε | |||
β' πληθ. | αγορεύσατε | θα αγορεύσετε | να αγορεύσετε | αγορεύστε | ||
γ' πληθ. | αγόρευσαν αγορεύσαν(ε) |
θα αγορεύσουν(ε) | να αγορεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγορεύσει | είχα αγορεύσει | θα έχω αγορεύσει | να έχω αγορεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγορεύσει | είχες αγορεύσει | θα έχεις αγορεύσει | να έχεις αγορεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγορεύσει | είχε αγορεύσει | θα έχει αγορεύσει | να έχει αγορεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγορεύσει | είχαμε αγορεύσει | θα έχουμε αγορεύσει | να έχουμε αγορεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγορεύσει | είχατε αγορεύσει | θα έχετε αγορεύσει | να έχετε αγορεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγορεύσει | είχαν αγορεύσει | θα έχουν αγορεύσει | να έχουν αγορεύσει |
|