Δείτε επίσης: ἀπευθύνω

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

απευθύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπευθύνω < ἀπό + εὐθύνω < εὐθύς, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική adresser[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.peˈfθi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πευ‐θύ‐νω

  ΡήμαΕπεξεργασία

απευθύνω, πρτ.: απηύθυνα, αόρ.: απηύθυνα, παθ.φωνή: απευθύνομαι, π.αόρ.: απευθύνθηκα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις από και ευθύς

ΚλίσηΕπεξεργασία

ενεργητικοί παρατατικοί, αόριστοι: απηύθυνα, και σπανιότερα απεύθυνα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία