απευθύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απευθύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπευθύνω < ἀπό + εὐθύνω < εὐθύς, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική adresser[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.peˈfθi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πευ‐θύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααπευθύνω, πρτ.: απηύθυνα, αόρ.: απηύθυνα, παθ.φωνή: απευθύνομαι, π.αόρ.: απευθύνθηκα
- επικοινωνώ γραπτά ή προφορικά αποστέλλοντας μήνυμα σε κάποιον ή κάποιους
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις από και ευθύς
Κλίση
επεξεργασίαενεργητικοί παρατατικοί, αόριστοι: απηύθυνα, και σπανιότερα απεύθυνα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απευθύνω | απηύθυνα | θα απευθύνω | να απευθύνω | απευθύνοντας | |
β' ενικ. | απευθύνεις | απηύθυνες | θα απευθύνεις | να απευθύνεις | (απεύθυνε) | |
γ' ενικ. | απευθύνει | απηύθυνε | θα απευθύνει | να απευθύνει | ||
α' πληθ. | απευθύνουμε | απευθύναμε | θα απευθύνουμε | να απευθύνουμε | ||
β' πληθ. | απευθύνετε | απευθύνατε | θα απευθύνετε | να απευθύνετε | απευθύνετε | |
γ' πληθ. | απευθύνουν(ε) | απηύθυναν απευθύναν(ε) |
θα απευθύνουν(ε) | να απευθύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απηύθυνα | θα απευθύνω | να απευθύνω | απευθύνει | ||
β' ενικ. | απηύθυνες | θα απευθύνεις | να απευθύνεις | (απεύθυνε) | ||
γ' ενικ. | απηύθυνε | θα απευθύνει | να απευθύνει | |||
α' πληθ. | απευθύναμε | θα απευθύνουμε | να απευθύνουμε | |||
β' πληθ. | απευθύνατε | θα απευθύνετε | να απευθύνετε | απευθύνετε | ||
γ' πληθ. | απηύθυναν απευθύναν(ε) |
θα απευθύνουν(ε) | να απευθύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απευθύνει | είχα απευθύνει | θα έχω απευθύνει | να έχω απευθύνει | ||
β' ενικ. | έχεις απευθύνει | είχες απευθύνει | θα έχεις απευθύνει | να έχεις απευθύνει | ||
γ' ενικ. | έχει απευθύνει | είχε απευθύνει | θα έχει απευθύνει | να έχει απευθύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε απευθύνει | είχαμε απευθύνει | θα έχουμε απευθύνει | να έχουμε απευθύνει | ||
β' πληθ. | έχετε απευθύνει | είχατε απευθύνει | θα έχετε απευθύνει | να έχετε απευθύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν απευθύνει | είχαν απευθύνει | θα έχουν απευθύνει | να έχουν απευθύνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απευθύνομαι | απευθυνόμουν(α) | θα απευθύνομαι | να απευθύνομαι | απευθυνόμενος | |
β' ενικ. | απευθύνεσαι | απευθυνόσουν(α) | θα απευθύνεσαι | να απευθύνεσαι | ||
γ' ενικ. | απευθύνεται | απευθυνόταν(ε) | θα απευθύνεται | να απευθύνεται | ||
α' πληθ. | απευθυνόμαστε | απευθυνόμαστε απευθυνόμασταν |
θα απευθυνόμαστε | να απευθυνόμαστε | ||
β' πληθ. | απευθύνεστε | απευθυνόσαστε απευθυνόσασταν |
θα απευθύνεστε | να απευθύνεστε | (απευθύνεστε) | |
γ' πληθ. | απευθύνονται | απευθύνονταν απευθυνόντουσαν |
θα απευθύνονται | να απευθύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απευθύνθηκα | θα απευθυνθώ | να απευθυνθώ | απευθυνθεί | ||
β' ενικ. | απευθύνθηκες | θα απευθυνθείς | να απευθυνθείς | απευθύνσου | ||
γ' ενικ. | απευθύνθηκε | θα απευθυνθεί | να απευθυνθεί | |||
α' πληθ. | απευθυνθήκαμε | θα απευθυνθούμε | να απευθυνθούμε | |||
β' πληθ. | απευθυνθήκατε | θα απευθυνθείτε | να απευθυνθείτε | απευθυνθείτε | ||
γ' πληθ. | απευθύνθηκαν απευθυνθήκαν(ε) |
θα απευθυνθούν(ε) | να απευθυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απευθυνθεί | είχα απευθυνθεί | θα έχω απευθυνθεί | να έχω απευθυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις απευθυνθεί | είχες απευθυνθεί | θα έχεις απευθυνθεί | να έχεις απευθυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απευθυνθεί | είχε απευθυνθεί | θα έχει απευθυνθεί | να έχει απευθυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απευθυνθεί | είχαμε απευθυνθεί | θα έχουμε απευθυνθεί | να έχουμε απευθυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απευθυνθεί | είχατε απευθυνθεί | θα έχετε απευθυνθεί | να έχετε απευθυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απευθυνθεί | είχαν απευθυνθεί | θα έχουν απευθυνθεί | να έχουν απευθυνθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ απευθύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας