απευθύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απευθύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος απευθύνω
Ρήμα
επεξεργασίααπευθύνομαι
- με απευθύνουν (για γραπτό ή προφορικό κείμενο που κάποιος έχει απευθύνει σε ανθρώπους που κατά τη γνώμη του τους αφορά)
- η έκκληση για βοήθεια απευθύνεται σε όλους
- (με υποκείμενο πρόσωπο) απευθύνω τον λόγο σε κάποιους για να διατυπώσω αίτημα, πρόταση, προβληματισμό
- απευθύνομαι σε σας ζητώντας κατανόηση
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απευθύνομαι | απευθυνόμουν(α) | θα απευθύνομαι | να απευθύνομαι | απευθυνόμενος | |
β' ενικ. | απευθύνεσαι | απευθυνόσουν(α) | θα απευθύνεσαι | να απευθύνεσαι | (απευθύνου) | |
γ' ενικ. | απευθύνεται | απευθυνόταν(ε) | θα απευθύνεται | να απευθύνεται | ||
α' πληθ. | απευθυνόμαστε | απευθυνόμαστε απευθυνόμασταν |
θα απευθυνόμαστε | να απευθυνόμαστε | ||
β' πληθ. | απευθύνεστε | απευθυνόσαστε απευθυνόσασταν |
θα απευθύνεστε | να απευθύνεστε | (απευθύνεστε) | |
γ' πληθ. | απευθύνονται | απευθύνονταν απευθυνόντουσαν |
θα απευθύνονται | να απευθύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απευθύνθηκα | θα απευθυνθώ | να απευθυνθώ | απευθυνθεί | ||
β' ενικ. | απευθύνθηκες | θα απευθυνθείς | να απευθυνθείς | απευθύνσου | ||
γ' ενικ. | απευθύνθηκε | θα απευθυνθεί | να απευθυνθεί | |||
α' πληθ. | απευθυνθήκαμε | θα απευθυνθούμε | να απευθυνθούμε | |||
β' πληθ. | απευθυνθήκατε | θα απευθυνθείτε | να απευθυνθείτε | απευθυνθείτε | ||
γ' πληθ. | απευθύνθηκαν απευθυνθήκαν(ε) |
θα απευθυνθούν(ε) | να απευθυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απευθυνθεί | είχα απευθυνθεί | θα έχω απευθυνθεί | να έχω απευθυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις απευθυνθεί | είχες απευθυνθεί | θα έχεις απευθυνθεί | να έχεις απευθυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απευθυνθεί | είχε απευθυνθεί | θα έχει απευθυνθεί | να έχει απευθυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απευθυνθεί | είχαμε απευθυνθεί | θα έχουμε απευθυνθεί | να έχουμε απευθυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απευθυνθεί | είχατε απευθυνθεί | θα έχετε απευθυνθεί | να έχετε απευθυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απευθυνθεί | είχαν απευθυνθεί | θα έχουν απευθυνθεί | να έχουν απευθυνθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απευθύνομαι