Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απευθυνόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απευθυνόμεν
ος
η
απευθυνόμεν
η
το
απευθυνόμεν
ο
γενική
του
απευθυνόμεν
ου
της
απευθυνόμεν
ης
του
απευθυνόμεν
ου
αιτιατική
τον
απευθυνόμεν
ο
την
απευθυνόμεν
η
το
απευθυνόμεν
ο
κλητική
απευθυνόμεν
ε
απευθυνόμεν
η
απευθυνόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απευθυνόμεν
οι
οι
απευθυνόμεν
ες
τα
απευθυνόμεν
α
γενική
των
απευθυνόμεν
ων
των
απευθυνόμεν
ων
των
απευθυνόμεν
ων
αιτιατική
τους
απευθυνόμεν
ους
τις
απευθυνόμεν
ες
τα
απευθυνόμεν
α
κλητική
απευθυνόμεν
οι
απευθυνόμεν
ες
απευθυνόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απευθυνόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
απευθύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απευθυνόμενος
γαλλικά
:
adressé
(fr)