adresser
(Ανακατεύθυνση από s'adresser)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- adresser < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική adrecier < (ad-) a- + drecier / drecer < δημώδης λατινική *dīrectiāre < λατινική directus < dirigere < dis- + rego < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃réǵeti < *h₃reǵ- (ευθυγραμμίζω, ευθύς, σωστός)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαadresser (fr)
- (μεταβατικό) απευθύνω
- (pronominal: αντωνυμικό) απευθύνομαι
- en cas d'absence, adressez-vous à l'accueil - σε περίπτωση απουσίας, απευθυνθείτε στην ρεσεψιόν