Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευθυγραμμίζω < ευθύγραμμος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ευθυγραμμίζω (παθητική φωνή: ευθυγραμμίζομαι)

  1. βάζω κάτι ή κάποια πράγματα σε (νοητή) ευθεία γραμμή
  2. (μεταφορικά) ρυθμίζω το χαρακτήρα ή την συμπεριφορά, ώστε να συμφωνώ ή να συμμορφώνομαι με κάτι (ή κάποιον) άλλο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. αυτοευθυγράμμισηΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ευθυγραμμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. ευθυγραμμίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)