αυτοευθυγράμμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοευθυγράμμιση | οι | αυτοευθυγραμμίσεις |
γενική | της | αυτοευθυγράμμισης | των | αυτοευθυγραμμίσεων |
αιτιατική | την | αυτοευθυγράμμιση | τις | αυτοευθυγραμμίσεις |
κλητική | αυτοευθυγράμμιση | αυτοευθυγραμμίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοευθυγράμμιση < αυτο- + ευθυγράμμιση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοευθυγράμμιση[1] θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αυτοευθυγράμμιση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας