Αγγλικά (en)Επεξεργασία

ενεστώτας line up
γ΄ ενικό ενεστώτα lines up
αόριστος lined up
παθητική μετοχή lined up
ενεργητική μετοχή lining up

  Ετυμολογία Επεξεργασία

line up < → δείτε τις λέξεις line και up

  ΡήμαΕπεξεργασία

line up (en)