Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

line < (κληρονομημένο) μέση αγγλική line / lyne < αγγλοσαξονική līne < πρωτογερμανική *līnǭ / *līną (λινάρι, λινός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *līno- (λινάρι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
line lines

line (en)

  1. η αράδα, μια σειρά λέξεων σε μια σελίδα ή τον κενό χώρο όπου μπορούν να γραφτούν· τα λόγια ενός τραγουδιού ή ποιήματος ή άλλου γραπτού
    The printer left out two lines.
    Ο εκτυπωτής παρέλειψε δυο αράδες.
  2. η γραμμή
  3. η σειρά
  4. (παρωχημένο) λινάρι
     συνώνυμα: linum, flax

Συγγενικά επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας line
γ΄ ενικό ενεστώτα lines
αόριστος lined
παθητική μετοχή lined
ενεργητική μετοχή lining

line (en)

  • έχω κάτι στις άκρες μου, σχηματίζω γραμμές ή σειρές κατά μήκος κάτι
    The road was lined with trees.
    Ο δρόμος είχε δέντρα στις άκρες του.

  Πηγές επεξεργασία