Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

line < (κληρονομημένο) μέση αγγλική line / lyne < αγγλοσαξονική līne < πρωτογερμανική *līnǭ / *līną (λινάρι, λινός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *līno- (λινάρι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
line lines

line (en)

  1. η γραμμή
  2. η σειρά
  3. (παρωχημένο) λινάρι
     συνώνυμα: linum, flax

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Παράγωγες λέξεις επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας line
γ΄ ενικό ενεστώτα lines
αόριστος lined
παθητική μετοχή lined
ενεργητική μετοχή lining

line (en)

  • έχω κάτι στις άκρες μου, σχηματίζω γραμμές ή σειρές κατά μήκος κάτι
    The road was lined with trees.
    Ο δρόμος είχε δέντρα στις άκρες του.

  Πηγές επεξεργασία