• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

line

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Παράγωγες λέξεις
      • 1.2.3 Πολυλεκτικοί όροι

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

line < (κληρονομημένο) μέση αγγλική line / lyne < αγγλοσαξονική līne < πρωτογερμανική *līnǭ / *līną (λινάρι, λινός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *līno- (λινάρι)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

line (en)

  1. η γραμμή
  2. η σειρά
  3. (παρωχημένο) λινάρι
    ≈ συνώνυμα: linum, flax

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • lined

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  • line up
  • pick up line

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

  • command line
  • command-line interface
  • dedicated line
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=line&oldid=5647974"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Ιανουαρίου 2023, στις 04:24
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Ιανουαρίου 2023, στις 04:24.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie