Ετυμολογία

επεξεργασία
line < (κληρονομημένο) μέση αγγλική line / lyne < αγγλοσαξονική līne < πρωτογερμανική *līnǭ / *līną (λινάρι, λινός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *līno- (λινάρι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
line lines

line (en)

  1. η γραμμή, συνεχές επίμηκες ίχνος
    a straight/curved line - ευθεία/καμπύλη γραμμή
    parallel lines - παράλληλες γραμμές
  2. η γραμμή στο έδαφος για να δείξει το όριο κάτι
    a double/single/dashed line on the road - γραμμή διπλή/μονή/διακεκομμένη στο δρόμο
    The ball crossed the line.
    Η μπάλα πέρασε τη γραμμή.
  3. η αράδα, η γραμμή, ο στίχος, μια σειρά λέξεων σε μια σελίδα ή τον κενό χώρο όπου μπορούν να γραφτούν· τα λόγια ενός τραγουδιού ή ποιήματος ή άλλου γραπτού
    The printer left out two lines.
    Ο εκτυπωτής παρέλειψε δυο αράδες.
    The text has ten lines.
    Το κείμενο έχει δέκα αράδες.
    Each pages has twenty lines.
    Η κάθε σελίδα έχει είκοσι αράδες.
    I read your entire article, from the first to the last line.
    Διάβασα όλο το άρθρο σου, από την πρώτη ως την τελευταία γραμμή.
    a report with 50 lines - αναφορά 50 στίχων
  4. τα λόγια που λέγονται από έναν ηθοποιό σε μια παράσταση ή ταινία
    The actor forgot his lines and started to improvise.
    Ο ηθοποιός ξέχασε τα λόγια του κι άρχισε ν' αυτοσχεδιάζει.
  5. η σειρά
  6. (παρωχημένο) λινάρι
     συνώνυμα: linum, flax

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας line
γ΄ ενικό ενεστώτα lines
αόριστος lined
παθητική μετοχή lined
ενεργητική μετοχή lining

line (en)

  • έχω κάτι στις άκρες μου, σχηματίζω γραμμές ή σειρές κατά μήκος κάτι
    The road was lined with trees.
    Ο δρόμος είχε δέντρα στις άκρες του.