line
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- line < (κληρονομημένο) μέση αγγλική line / lyne < αγγλοσαξονική līne < πρωτογερμανική *līnǭ / *līną (λινάρι, λινός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *līno- (λινάρι)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
line (en)
line (en)