lining
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία en επεξεργασία
- lining < ύστερη (κληρονομημένο) μέση αγγλική lining < line (< λατινική linum (λινάρι) < ύστερα μεσοαγγλικά line ) + -ing. Συγγενής η line (γραμμή)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
lining (en)
- εσωτερική επικάλυψη, επένδυση, φόδρα
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
lining (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του line