• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φόδρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : σφόδρα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόδρα οι φόδρες
      γενική της φόδρας των φοδρών
    αιτιατική τη φόδρα τις φόδρες
     κλητική φόδρα φόδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

φόδρα < (άμεσο δάνειο) βενετική fodra < πρωτογερμανική *fōdrą < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (προστατεύω)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

φόδρα θηλυκό

  • εσωτερική επένδυση ρούχων (σε παλτό, σακάκι, φούστα κ.λπ.) από λεπτό και συνήθως γυαλιστερό ύφασμα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αφοδράριστος
  • φοδράρω
  • φοδράρισμα
  • φοδραρισμένος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    φόδρα
  • αγγλικά : lining (en), inner coating (en)
  • γαλλικά : doublure (fr)
  • γερμανικά : Futter (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φόδρα&oldid=5525937"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 00:30
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 00:30.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie