εσωτερικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσωτερικός < αρχαία ελληνική ἐσωτερικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.so.te.ɾiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαεσωτερικός
- που βρίσκεται (προς τα) μέσα
- (ουσιαστικοποιημένο) εσωτερικό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εσωτερικά
- εσωτερίκευση
- εσωτερικεύω
- εσωτερικό
- εσωτερικότητα
- εσωτερικώς
- → δείτε τη λέξη έσω