εσωτερικεύω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εσωτερικεύω < → λείπει η ετυμολογία
ΡήμαΕπεξεργασία
εσωτερικεύω
- απορροφώ γνώσεις ή ιδέες σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπουν στο υποσυνείδητο και από εκεί να επηρεάζουν τις σκέψεις και τις ενέργειές μου
- όταν εσωτερικεύσεις τους κανόνες της γραμματικής της αγγλικής, θα τη μιλάς πιο άνετα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εσωτερικεύω