internalize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | internalize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | internalizes |
αόριστος | internalized |
παθητική μετοχή | internalized |
ενεργητική μετοχή | internalizing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαinternalize (en)
- εσωτερικεύω
- ⮡ When you internalize the rules of English grammar, you will speak it more comfortably.
- Όταν εσωτερικεύσεις τους κανόνες της γραμματικής της αγγλικής, θα τη μιλάς πιο άνετα.
- ⮡ Each person has their own dreams—intuitive, subconsciously internalized experiences—and proceeds to turn their dream into a goal, which they must achieve.
- Κάθε άνθρωπος έχει το δικό του όνειρο -διαισθητικές, υποσυνείδητα εσωτερικευμένες εμπειρίες- και στη συνέχεια μετατρέπει το όνειρό του σε στόχο, τον οποίο πρέπει να επιτύχει.
- ⮡ When you internalize the rules of English grammar, you will speak it more comfortably.