υποσυνείδητο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υποσυνείδητο < υπο- + συνειδητό < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Unterbewusstsein
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.si.'ni.ði.to/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υποσυνείδητο ουδέτερο
- (ψυχολογία) αντιλήψεις, επιθυμίες και ψυχικές καταστάσεις που υπάρχουν σε λανθάνουσα κατάσταση σε κάποιον, που δεν τις αντιλαμβάνεται συνειδητά
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υποσυνείδητο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
υποσυνείδητο
- αρσενικό του υποσυνείδητος, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του υποσυνείδητος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού