Δείτε επίσης: εσωτερικότητα, εσωτερικοποίηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσωτερίκευση οι εσωτερικεύσεις
      γενική της εσωτερίκευσης* των εσωτερικεύσεων
    αιτιατική την εσωτερίκευση τις εσωτερικεύσεις
     κλητική εσωτερίκευση εσωτερικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εσωτερικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εσωτερίκευση < εσωτερικεύω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εσωτερίκευση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εσωτερικεύω
    ⮡  η εσωτερίκευση της αρνητικής στάσης των γονέων του εναντίον της ομοφυλοφιλίας προκάλεσε ψυχική σύγχυση στο παιδί
    ※  Τα κράτη μέλη υποχρεώνονταν αμέσως να διασφαλίσουν ότι «μέχρι το 2010» οι πολιτικές τιμολόγησης του νερού θα προσεγγίσουν την εσωτερίκευση του εξωτερικού περιβαλλοντικού κόστους από δύο απόψεις.
    Το νομικό πλαίσιο για την προστασία των υδάτων, @era-comm.eu

  Μεταφράσεις

επεξεργασία