εσωτερίκευση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εσωτερίκευση < εσωτερικεύω + -ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εσωτερίκευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εσωτερικεύω
- ※ η εσωτερίκευση της αρνητικής στάσης των γονέων του εναντίον της ομοφυλοφιλίας προκάλεσε ψυχική σύγχυση στο παιδί
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εσωτερίκευση