εσωτερικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εσωτερικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εσωτερικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
εσωτερικό
- αιτιατική ενικού του εσωτερικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εσωτερικός