Ετυμολογία

επεξεργασία
εσωτερικά < εσωτερικ(ός) +

Επίρρημα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εσωτερικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία