εξωτερικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξωτερικά < εξωτερικ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαεξωτερικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξωτερικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεξωτερικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξωτερικός