εξωτερικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εξωτερικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξωτερικῶς < αρχαία ελληνική ἐξωτερικός. Συγχρονικά αναλύεται σε εξωτερικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασία
εξωτερικώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξωτερικώς
|
Πηγές
επεξεργασία
- «εξωτερικός (& εξωτερικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)