επικράτεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επικράτεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικράτεια ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επικράτεια θηλυκό
- (νομικός όρος) η γεωγραφική περιοχή όπου ασκεί την εξουσία του κι έχει αρμοδιότητες ένα κράτος
- (βιολογία, ταξινομία) η ανώτατη ταξινομική βαθμίδα για τα έμβια όντα. Την ακολουθεί το βασίλειο.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- Συμβούλιο Επικρατείας: το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο στην Ελλάδα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ επικράτεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας