επικράτεια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επικράτεια < αρχαία ελληνική ἐπικράτεια ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική état)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επικράτεια θηλυκό
- (νομική) η γεωγραφική περιοχή όπου ασκεί την εξουσία του κι έχει αρμοδιότητες ένα κράτος
- (βιολογία), (ταξινομία) η ανώτατη ταξινομική βαθμίδα για τα έμβια όντα. Την ακολουθεί το βασίλειο
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- Συμβούλιο Επικρατείας: το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο στην Ελλάδα