• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

έμβιος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἔμβιος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική έμβιος έμβια έμβιο
γενική έμβιου έμβιας έμβιου
αιτιατική έμβιο έμβια έμβιο
κλητική έμβιε έμβια έμβιο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική έμβιοι έμβιες έμβια
γενική έμβιων έμβιων έμβιων
αιτιατική έμβιους έμβιες έμβια
κλητική έμβιοι έμβιες έμβια

  Ετυμολογία Επεξεργασία

έμβιος < ελληνιστική κοινή ἔμβιος < ἐν + αρχαία ελληνική βίος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

έμβιος, -α, -ο

  • που έχει ζωή, που ζει, που υπάρχει

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη βίος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    έμβιος
  • αγγλικά : living (en)
  • γαλλικά : vivant (fr), en vie (fr)
  • ισπανικά : vivo (es), viviente (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=έμβιος&oldid=3981325"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Απριλίου 2018, στις 13:51

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Απριλίου 2018, στις 13:51.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie